- μαλθάσσοντες
- μαλθάσσωsoftenpres part act masc nom/voc plμαλθάζωsoftenfut part act masc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαλθάσσω — (Α) [μαλθακός] 1. κάνω κάτι μαλακό, μαλακώνω («χαλκὸν μαλθάσσοντες», Μανέθ.) 2. καταπραΰνω, καθησυχάζω 3. φρ. «μαλθάσσω κοιλίην» χαλαρώνω τα έντερα … Dictionary of Greek